βέρσο

βέρσο
το
1. στίχος
2. μουσική στροφή των ωδικών πτηνών
3. σκωπτικό ποίημα ή φράση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. verso «στίχος, ήχος, τρόπος, άποψη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”